unaffectionate - translation to ρωσικά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

unaffectionate - translation to ρωσικά


unaffectionate      

[ʌnə'fekʃ(ə)nit]

прилагательное

общая лексика

неласковый

холодный

сдержанный

affectionate         
  • Two children showing affection
  • A young girl kisses a baby on the cheek.
FEELING OR TYPE OF LOVE
Public Affection; Endearment; Affectionate; Affections; Affectionism; Affectionist; Affectionists; Affectionistic; Affectionistical; Affectionateness; Fondness
affectionate adj. любящий; нежный affectionate farewell - нежное прощание
ласк.      

общая лексика

ласкательно – affectionate

Ορισμός

unaffectionate
Παραδείγματα από το σώμα κειμένου για unaffectionate
1. Born in Brooklyn in April 1'42, Streisand was raised by an emotionally detached mother and unaffectionate stepfather.
2. "But when she arrived from Sweden, though she looked her usual beautiful self and seemed normal physically, it was obvious that mentally and emotionally she was gone from us" "She was remote, unaffectionate and her power of speech was disappearing." "She stayed with us until the September and during that time she deteriorated rapidly." "To this day I don‘t know how Jim coped with us.
Μετάφραση του &#39unaffectionate&#39 σε Ρωσικά